- προσσώρευσις
- -εύσεως, ἡ, Α [προσσωρεύω]1. η επί πλέον σώρευση, επισώρευση2. μαθημ. η αθροιστική παράσταση ή το άθροισμα αριθμών τών οποίων ο επόμενος είναι μεγαλύτερος τού προηγούμενου κατά μία μονάδα, λ.χ. 1 + 2 + 3 + 4...
Dictionary of Greek. 2013.